Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ὑπὸ τοῦ ἡλίου

См. также в других словарях:

  • καταλάμπω — (AM καταλάμπω) εκπέμπω λαμπρό φως, λαμποκοπώ («ἐν μέσῳ κατέλαμπε σάκει φαέθων κύκλος ἀελίοιο» στη μέση τής ασπίδας λαμποκοπούσε ο φωτεινός κύκλος τού ήλιου, Ευρ.) μσν. αρχ. 1. λάμπω πάνω σε κάποιον ή κάτι, φωτίζω κάποιον ή κάτι με λαμπρό φως (α.… …   Dictionary of Greek

  • εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… …   Dictionary of Greek

  • παραυγάζω — ΜΑ υπό την επίδραση τού φωτός εμφανίζω την εικόνα ενός πράγματος, απεικάζω, παριστάνω («τριήρους σχῆμα παραυγάζειν», Ευστ.) αρχ. 1. παθ. παραυγάζομαι φωτίζομαι από τα πλάγια, λάμπω («παραυγάζεται ὑπὸ τοῡ ἡλίου», Στράβ.) 2. μέσ. είμαι φωτεινός,… …   Dictionary of Greek

  • οπτώ — (I) ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ (Α) (ηλειακός τ.) βλ. οκτώ. (II) (Α ὀπτῶ, άω) (σχετικά με έδεσμα) ψήνω στη φωτιά χωρίς τη χρήση νερού, λαδιού ή βουτύρου («ὀπτῶ τὰ κρέα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (σχετικά με ψάρια και αβγά) τηγανίζω 2. ψήνω φρυγανιά με τυρί 3. ψήνω …   Dictionary of Greek

  • προσαποδύομαι — Α γδύνομαι ακόμη πιο πολύ («θαλπόμενος [ὑπὸ τοῡ ἡλίου] εἶτα καυματιζόμενος καὶ τὸν χιτῶνα τῷ ἱματίῳ προσαπεδύσατο», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποδύομαι «γδύνομαι, αποβάλλω από πάνω μου»] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»